- καταφλυαρώ
- καταφλυαρῶ, -έω (AM) (επιτ. τ. τού φλυαρώ) φορτώνω ή γεμίζω κάποιον με φλυαρίες («Ἑλλάνικός τε καὶ Ἡρόδοτος καὶ Εὔδοξος κατεφλυάρησαν ἡμῶν», Στράβ.)αρχ.φλυαρώ, λέω πολλά για κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφλυαρῶ — καταφλυαρέω keep on chattering pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταφλυαρέω keep on chattering pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)